Εισαγωγή
Η παρουσία κατοίκων στη Θράκη ξεκινά από τη νεολιθική εποχή, περίπου το 7000 π।Χ., πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα θρακικά φύλα. Ως τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. οι Θράκες έχουν απλωθεί έως το Αιγαίο και τη βορειοδυτική Μικρά Ασία ελέγχοντας τον Ελλήσποντο και το Βόσπορο. Το 330 μ.Χ. η Κωνσταντινούπολη γίνεται πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους και η Θράκη γίνεται επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι Θράκες την εποχή εκείνη περιορίζονται στα βουνά της ορεινής Ροδόπης, όπου καταφεύγουν προκειμένου να ζήσουν ελεύθεροι, ενώ οι κάμποι και οι ελληνικές πόλεις των παραλίων εκρωμαϊζονται (Alfred, 1994; Ακριτίδου, 2004:17-18).
Σήμερα τα βουνά της Ροδόπης συνεχίζουν να κατοικούνται. Στην οροσειρά της Ροδόπης, κυρίως στη βουλγαρική πλευρά αλλά και στην ελληνική, διαβιεί ένας ιδιόμορφος λαός, οι Πομάκοι. Οι Πομάκοι, κατοικούν στον ορεινό όγκο της Ροδόπης εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο πληθυσμός τους υπολογίζεται γύρω στις 350.000, εκ των οποίων μόνο οι 36.000 (απογραφή 1991) κατοικούν στην Ελλάδα (Μαγκριώτης, 2003:15. Είναι γνωστό ότι με το λαό των Πομάκων έχουν ασχοληθεί διάφοροι ερευνητές। Η καταγωγή τους, η γλώσσα τους και ο πολιτισμός τους αποτέλεσαν ήδη από το 19ο αιώνα αντικείμενο λαογραφικών αναφορών στη Βαλκανική χερσόνησο (Τρουμπέτα, 2001:77). Δυτικοευρωπαίοι ερευνητές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ο αιώνα, ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν τις πληθυσμιακές ομάδες αυτής της χερσονήσου (Τοντόροβα, 1996:57-114; Γιαννίτσης, 1999:247-259). Τα έργα των λόγιων περιηγητών διέπονταν κατά κανόνα από το κύριο πνεύμα της εποχής τους που ήταν η αναζήτηση του πρωτογενούς και της καθαρότητας του εθνικού στοιχείου και της ιστορικής συνέχειας, προσπαθώντας να κατατάξουν τους Πομάκους φυλετικά, λαμβάνοντας υπόψη τους τη γλώσσα των Πομάκων, τη θρησκεία τους και τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά τους (Galt, 1812; Dumont, 1873; Fligier, 1875; Marindin, 1985; Τοντόροβα, 1996; Τρουμπέτα, 2001).
Πιο συγκεκριμένα, ο Nicolaidy (1859) συνέδεσε την καταγωγή των "κατοίκων της Ροδόπης" με το φύλο των Σατρών। Επίσης, ο Dumont (1873) παρατήρησε ότι οι "οι κάτοικοι της Ροδόπης" δεν ανήκουν στην τουρκική φυλή παρόλο που ασπάστηκαν το Ισλάμ, ενώ ο Geitler (1880) υπέθεσε ότι οι "Ροδοπαίοι Βούλγαροι" συνδέονται με τους αρχαίους Θράκες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει αναφορά και στη Μελέτη του Μαγκριώτη (1980-1981; 2003:27-29), ο οποίος αναφερόμενος στα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των Πομάκων, τους διακρίνει από τους Τούρκους και τους συνδέει με του Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Εκτός των περιηγητών, με τις πληθυσμιακές ομάδες των Βαλκανίων ασχολήθηκαν και διάφοροι ανθρωπολόγοι, όπως οι Αλεβιζάτος & Σκλέπα-Ιουστινιανού (1948), ο Πουλιανός (1968), καθώς και ο Ξηροτύρης (Ξηροτύρης, 1976; Xirotiris & Erfurth, 1977)। Ο τελευταίος μάλιστα στη διδακτορική του διατριβή πραγματοποιεί μια ανάμειξη από εθνογραφικές αναφορές σε έθιμα και από εξετάσεις αίματος σε Πομάκους, επιζητώντας να αποδείξει την συγγένειά τους με τους αρχαίους Θράκες (Ξηροτύρης, 1971). Την ίδια τάση ακολουθούν και άλλοι συγγραφείς, αναφερόμενοι στην παραπάνω διατριβή, όπως οι Λιάπης (1983), Κατσιμίγας (1984), Χιδίρογλου (1984) και η Παπαθανάση-Μουσιοπούλου (1991).
Οι Έλληνες ερευνητές ξεκίνησαν την ενασχόλησή τους με το λαό των Πομάκων πολύ αργότερα σε σχέση με τους όμορούς τους ξένους ερευνητές। Η ενασχόληση των Ελλήνων με τους Πομάκους ξεκίνησε κατά τη Μεταπολεμική περίοδο, όταν εκτός από το βουλγαρικό άνθισε και το τουρκικό ενδιαφέρον για την πληθυσμιακή αυτή ομάδα (Τρουμπέτα, 2001:84). Έτσι οι Πομάκοι βρέθηκαν να διεκδικούνται από τρία εθνικά, γειτονικά κράτη.
Ειδικότερα, Βούλγαροι ιστορικοί, στηριζόμενοι βασικά στο γλωσσικό τους ιδίωμα, θεωρούν τους Πομάκους εξισλαμισμένους Βούλγαρους, αποδίδοντάς τους, από τη δεκαετία του '30 και μετά, την ονομασία "Βουλγαρομωαμεθανοί" (Vakarelski, 1966:149-172; Hoskova, 1994:3)। Θεωρούν πως το γλωσσικό τους ιδίωμα διασώσει αρχαϊσμούς που μαρτυρούν όχι μόνο τη βουλγαρική καταγωγή των Πομάκων, αλλά και τη διατήρηση της "καθαρότερης βουλγαρικής γλώσσας" που υπήρξε απόρροια της απομόνωσής τους στην οροσειρά της Ροδόπης (Vakarelski, 1966:149; Τρουμπέτα, 2001:82). Από την άλλη, οι Τούρκοι ιστορικοί, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι είναι Μουσουλμάνοι, θεωρούν τους Πομάκους ως Τούρκους, συνδέοντάς τους με τα τουρκικά φύλα των Κουμάνων και των Πετζενέκων, τα οποία εγκαταστάθηκαν στο χώρο των Βαλκανίων τον 11ο π.Χ. αιώνα (Παπαχριστοδούλου, 1958:8; Karagiannis, 1977:18; Χιδίρογλου, 1984:43). Κατά τους Ρουμάνους, οι Πομάκοι είναι απομεινάρια αρχαίου θρακικού φύλου το οποίο διαδοχικά εκρωμαΐστηκε, εκσλαβίστηκε και εξισλαμίστηκε, ενώ Έλληνες ερευνητές φρονούν πως οι Πομάκοι είναι απόγονοι των αρχαίων Θρακών Αγριάνων, οι οποίοι ζώντας απομονωμένοι στα βουνά της Ροδόπης απέφυγαν τις επιμιξίες που έγιναν με τους πληθυσμούς των πεδινών περιοχών (Beloch, 1926:59; Παπαχριστοδούλου, 1958; Λιάπης, 1983; Ζεγκίνης, 1988: 171).
Ωστόσο, οι διαρκείς και επίμονες προσπάθειες εκβουλγαρισμού και εκτουρκισμού τους, που πραγματοποιούνται άλλοτε από την Βουλγαρία και άλλοτε από την Τουρκία, συνοδευόμενες από την αδιαφορία της Ελλάδας, η οποία υπήρξε απόρροια της αντίδρασής της στις προσπάθειες της Βουλγαρίας και της Τουρκίας να ιδιοποιηθούν τους Πομάκους, συνέβαλε ώστε ο λαός αυτός να έχει χάσει τις εθνικές του ρίζες και να πλέει σε ένα πέλαγος χωρίς πυξίδα εθνικού προσανατολισμού (Μητσάκης, 1979:461; Τρουμπέτα, 2001:84)। Τελικά ποιοι είναι οι Πομάκοι; Είναι Έλληνες, Βούλγαροι ή Τούρκοι; Τι θεωρούν αυτοί τους "εαυτούς" τους και τι πιστεύουν οι "άλλοι" ότι είναι;
Όμως για να δοθεί μία απάντηση στο ερώτημα "ποιοι είναι οι Πομάκοι;" και να τους αποδοθεί μία ταυτότητα, θα πρέπει προηγουμένως να γίνουν αναφορές στη γλώσσα, στη θρησκεία και στην ιστορία του λαού αυτού, όπως επίσης και σε κάθε λογής εκδηλώσεις του καθημερινού τους βίου।
Η προέλευση του ονόματος "Πομάκοι"
Πολλοί ερευνητές προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ετυμολογικά τη λέξη «Πομάκος» με επικρατέστερη άποψη αυτή των Βουλγάρων, σύμφωνα με την οποία η προέλευση της λέξης οφείλεται στο ρήμα pomagam που σημαίνει βοηθώ। Ως ακολούθως, οι Βούλγαροι αποκαλούσαν τους Πομάκους «pomagast» δηλαδή βοηθούς, υποτελείς, δούλους, χωρίς δική τους ατομική και συλλογική οντότητα. (Jirecek, 1830:457; Ischirkoff, 1917:15; Karagiannis, 1977:9; Χιδίρογλου, 1984:43; Ζεγκίνης, 1988:171). Σύμφωνα με άλλες ερμηνευτικές εκδοχές της Βουλγαρίας, η λέξη Πομάκος προέρχεται από το "pomochamedanci" που σημαίνει εξισλασμισμένοι, αλλά λόγω της δύσκολης προφοράς του, έχει συντομευθεί στο "pomaci" (Mladenov, 1941:469). Κατά ανάλογο τρόπο υποστηρίζεται και η προέλευση της λέξης "achrjani" από την αρχαία βουλγαρική λέξη "agarjani" που σημαίνει άπιστοι (Παπαχριστοδούλου, 1958:11; Vakarelski, 1966:152; Menage, 1969:197-212; Ζεγκίνης, 1988:171).
Κατά την ελληνική εκδοχή τώρα, η λέξη "Πομάκος" προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ιππομάχος και συνδέεται με τους πολεμιστές που απάρτιζαν το ιππικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Θεοφανίδης, 2001)। Κατά μία άλλη ελληνική ερμηνεία (Ξηροτύρης, 1971), η λέξη προέρχεται από το ελληνικό Πομάξ που σημαίνει πότης, εξαιτίας της παλιάς συνήθειας των Θρακών να πίνουν πολύ. Οι ίδιοι όμως οι Πομάκοι θεωρούν την εκδοχή αυτή προσβλητική και επιθυμούν να αυτοαποκαλούνται «Αχριάν», δηλαδή «Αγριάνες», όνομα αρχαίας θρακικής φυλής, η οποία κατοικούσε στα άγονα κι ορεινά μέρη του όρους Σκόμιο και στη Βορειοδυτική Ροδόπη. Την άποψη, ότι δηλαδή οι Πομάκοι κατάγονται από την αρχαία θρακική φυλή, παρουσίασαν το 1918 στο Συνέδριο Ειρήνης (31/12/1918) και το 1946 στα Ηνωμένα Έθνη και στους Αμερικανούς οι ίδιοι οι Πομάκοι (Ελλάδας και Βουλγαρίας) και ζήτησαν σαν Έλληνες να ενταχθούν με τους Έλληνες στην Ελλάδα (Beloch, 1926:59; Παπαχριστοδούλου, 1958; Λιάπης, 1983; Ζεγκίνης, 1988: 171; Ακριτίδου, 2004:28-29).
Το γλωσσικό ιδίωμα των Πομάκων
Οι Πομάκοι έχουν ως μητρική την πομακική γλώσσα, η οποία αποτελεί ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, δημιούργημα της συγχώνευσης γλωσσικών στοιχείων της σλαβικής, της τουρκικής και της ελληνικής γλώσσας। Σύμφωνα με τον Δασκαλάκη (1947:4; 1958:9-10), η γλώσσα των Πομάκων είναι μία διάλεκτος με πολλά θρακικά στοιχεία και αποτελεί μείγμα ελληνικής, τουρκικής και σλαβικής γλώσσας. Αναμφισβήτητα στη διάλεκτο των Πομάκων τα θρακικά στοιχεία είναι πολλά, τα περισσότερα όμως στοιχεία της ομιλούμενης σήμερα Πομακικής γλώσσας έλκουν την προέλευσή τους από τους Σλάβους και κατόπιν από τους Τούρκους και τους Έλληνες (Μυλωνάς, 1990:73).
Σύμφωνα με το Μαγκριώτη (2003:51), η σλαβοβουλγαρική διάλεκτος των Πομάκων αποκτήθηκε σαν συνέπεια της βουλγαρικής κυριαρχίας στην περιοχή της Ροδόπης το 13ο και 14ο αιώνα। Επιπλέον οι λέξεις της τουρκικής γλώσσας που ενσωματώθηκαν σε αυτή αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία της επιβλήθηκαν στη διάρκεια της μακραίωνης τουρκικής κατοχής και αποτελούν κατά μεγάλο μέρος θρησκευτικούς όρους και ονόματα, βαφτιστικά ονόματα, γλώσσα της ηθικής και θρησκευτικής διδασκαλίας, γλώσσα της διοίκησης, γλώσσα των δικαστηρίων, γλώσσα του στρατού και οι αριθμοί από το πέντε και πάνω. Επιπλέον υπάρχουν και κάποιες ελληνικές λέξεις στην πομακική οι οποίες αποτελούν απομεινάρια της αρχαίας και της βυζαντινής ελληνικής.
Σε αυτή τη γραμμή κινούνται και άλλοι μελετητές των Πομάκων, οι οποίοι αναζητούν αρχαϊσμούς που παραπέμπουν σε ελληνικές καταβολές των λέξεων της πομακικής, προκειμένου να τεκμηριωθεί η ελληνική καταγωγή της πληθυσμιακής αυτής ομάδας και να αντικρουσθεί η άποψη περί σλαβικής προέλευσης (Παπαχριστοδούλου, 1958:17)। Επιπλέον, η ελληνική πλευρά κατά την απογραφή του πληθυσμού το 1928, καταγράφει τη γλώσσα των Πομάκων ως "βουλγάρικη", ενώ κατά την απογραφή του 1951 ως "πομακική". Όταν πλέον γίνονται αντιληπτές οι τάσεις του προσδιορισμού τους ως "Τούρκοι" η φράση πομακική γλώσσα αντικαθίσταται από τη γλωσσική ιδιοτυπία των Πομάκων (Τρουμπέτα, 2001:87).
Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Πομακική γλώσσα μέχρι πρόσφατα ήταν μόνο προφορική και δεν γραφόταν διότι δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη γραπτός λόγος της πομακικής γλώσσας και φυσικά δεν υπήρχαν σε αυτή και για αυτή βιβλία γραμματικής, συντακτικού, λεξικά, λογοτεχνία। Μόλις το 1996 εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Αίγειρος» της Θεσσαλονίκης το τρίτομο έργο για την πομακική γλώσσα το οποίο περιλαμβάνει ελληνο-πομακικό και πομακο-ελληνικό λεξικό και γραμματική της πομακικής γλώσσας (Θεοχαρίδης, 1996).
Η θρησκεία των Πομάκων
Οι Πομάκοι είναι Μουσουλμάνοι και αυτό είναι το μόνο κοινό που τους συνδέει με τους Τούρκους, παρόλο που έχουν θρησκευτικές διαφορές μαζί τους. Λέγεται ότι οι Πομάκοι ήταν Χριστιανοί και ότι ασπάστηκαν το Μουσουλμανισμό μετά την κατάκτηση της Ροδόπης από τους Οθωμανούς και συγκεκριμένα στα χρόνια του Σελίμ Α' (1512-1526) και εξισλαμίστηκαν πλήρως στα χρόνια του Μωάμεθ Δ' και μεγάλου Βεζίρη Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1672) (Φωτέας, 1977:65)। Παρόλο όμως που αλλαξοπίστησαν δεν άλλαξαν και τις χριστιανικές τους συνήθειες, τα χριστιανικά ήθη και έθιμα τους, τις θρησκευτικές γιορτές τους. Μέχρι και σήμερα γιορτάζουν το Hidrellez, όπου τιμούν τον Άγιο Γεώργιο (Kriss, 1960:48-56), σταυρώνουν το ψωμί μόλις το πλάσουν, κεντάνε σταυρούς στο κάτω μέρος από τις κάλτσες τους, πίνουν νερό από τα αγιάσματα, ανάβουν καντήλια για να φέγγουν την νύχτα, ορισμένες γυναίκες χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως "η Παναγιά μαζί σου", τρώνε χοιρινό και πίνουν οινοπνευματώδη σε αντίθεση με τους ομόθρησκους τους (Ξηροτύρης, 1971; Χιδίρογλου, 1984:20; Ζεγκίνης, 1988; Μυλωνάς, 1990:79-90).
Στοιχεία όπως τα παραπάνω στη θρησκεία και στην κοινωνική ζωή των Πομάκων ανάγονται σε ενδείξεις συνειδητής ροπής των Πομάκων προς την αιρετική πίστη και το Χριστιανισμό। Αυτός είναι και ο λόγος που οι Πομάκοι δεν θεωρούνται Ορθόδοξοι Μουσουλμάνοι, αλλά εντάσσονται στην αδελφότητα των Μπεκτασήδων, φέροντας την ονομασία Αλεβίτες-Κιζηλμπασήδες. Οι ίδιοι δεν αποκαλύπτουν το "πιστεύω" τους και όταν ρωτηθούν λένε πως είναι Μουσουλμάνοι, γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται ως "Μουσουλμοφανείς" και κατά συνέπεια ως "Κρυπτοχριστιανοί", όροι που τους αποδίδονται για να τους διακρίνουν από τους Σουνίτες Μουσουλμάνους και ακολούθως από τους Τούρκους. Ο όρος λοιπόν "Μουσουλμοφανείς" εξυπηρετεί τη διαφορετικότητα ως προς τον "εθνικό αντίπαλο", ενώ ο όρος "Κρυπτοχριστιανοί" αποσκοπεί στην αποκατάσταση της «παραβιασμένης θρησκευτικής ομοιογένειας της εθνικής κοινωνίας» (Tρουμπέτα, 2001:90-91).
Περί ταυτοτήτων
Ο όρος ταυτότητα παράγεται με κράση από το "αυτό" και τον "εαυτό" και δηλώνει την ιδιότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων να παραμένει ίδιος και να μην αλλάζει την εικόνα του εαυτού του μέσα στο χρόνο (Ιντζεσιλόγλου, 1999:177)।
Πολλοί από τους μελετητές που ασχολήθηκαν με την έννοια της ταυτότητας την προσδιορίζουν στην πολιτισμική της μορφή। Σύμφωνα με τον Cohen (Cohen, 1982:9; Koutsouba, 1997:9-10; Κουτσούμπα, 2002:17-18) η πολιτισμική ταυτότητα μορφοποιείται πρωταρχικά ως "κοινωνική φόρμα" και αποκτά σημαντικότητα από τη σπουδαιότητα που αντιλαμβάνονται και της καταλογίζουν τα ίδια τα μέλη της κοινότητας.
Από την άλλη ο Kellner (1992:142) υποστηρίζει ότι το συστατικό που διαμορφώνει την ταυτότητα κάποιου είναι ο "άλλος"। Συνεχίζοντας ο Kellner θεωρεί ότι η συλλογική ταυτότητα βασίζεται στην αντίληψη του "εμείς" σε αντιδιαστολή με τους "άλλους", τους "ξένους" και διαμορφώνεται από τα κοινά βιώματα και την ιστορία της ομάδας. Με την άποψή του συμφωνεί και ο Larrain (1994:142) ο οποίος θεωρεί πως η διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας προϋποθέτει την αντίληψη του "άλλου", αλλά και ο Weeks (1990:80) ο οποίος φρονεί ότι η ταυτότητα αναφέρεται σε αυτά που μας ανήκουν και που μας διαφοροποιούν από τους "άλλους".
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω διαπιστώνουμε πως οι μελετητές εκφράζουν δύο διαφορετικές απόψεις। Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν αυτοί που υποστηρίζουν πως το "εμείς" αποτελεί το επίκεντρο, οπότε και αναφέρονται σε μία εκ των έσω προσέγγιση της πολιτισμικής ταυτότητας, δηλαδή στο πώς διαμορφώνουν την πολιτισμική τους ταυτότητα οι ίδιοι οι άνθρωποι για τον εαυτό τους. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν εκείνοι που θεωρούν πως οι "άλλοι" αποτελούν το επίκεντρο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας, οπότε και αναφέρονται σε μία εκ των έξω προσέγγιση, βάσει της οποίας η πολιτισμική ταυτότητα διαμορφώνεται από τον τρόπο που οι "άλλοι" μας ορίζουν. Το αδιέξοδο που δημιουργείται από τις σοβαρές ενστάσεις που συναντούν οι δύο αυτές προσεγγίσεις (Sutton, 1994:256; Stokes, 1994:7; Koutsouba, 1997:9-10; Κουτσούμπα, 2002:17-18) επιλύεται από την Royce με βάση το μοντέλο των "διπλών ορίων" (Royce, 1982:29, Κουτσούμπα, 2000:20). Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό η πολιτισμική ταυτότητα διαμορφώνεται συνδυαστικά από τον τρόπο που οι άλλοι μας αντιλαμβάνονται, αλλά και από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι βλέπουμε τους εαυτούς μας.
Όσον αφορά τώρα την εθνική ταυτότητα, αποτελεί και αυτή μια ταυτότητα ομοιότητας και διαφοράς। Ομοιότητας με την εθνική ομάδα και διαφοράς με τις "άλλες". Σύμφωνα με την Ψαρρού, η εθνική ταυτότητα είναι η ταυτότητα που αποκτά κανείς μέσα από την ταύτιση με την κοινωνική και πολιτισμική ομάδα στην οποία γεννιέται και μεγαλώνει, δηλαδή το έθνος, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί απόρροια της συνεχούς διαδικασίας ταύτισης με αυτό. Εντούτοις, η εθνική ταυτότητα έχει και μια πολιτική πτυχή, η οποία σχετίζεται με την επιρροή του εθνικισμού στη σημασιοδότηση του έθνους και κατά συνέπεια της εθνικής ταυτότητας και η οποία δύναται να επηρεάσει τα άτομα (Ψαρρού, 2005:110-120).
Από κοινωνιολογική και ανθρωπολογική άποψη η ταυτότητα ενός έθνους προσδιορίζεται από ένα σύνολο ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ιδιοτήτων και γνωρισμάτων, μέσω των οποίων τα άτομα που το απαρτίζουν διακρίνουν τον εαυτό τους και τον διαφοροποιούν από "άλλες" εθνότητες, αλλά συγχρόνως αναγνωρίζονται και από αυτές ως ξεχωριστή πολιτισμική οντότητα (Ιντζεσιλόγλου, 1999:187)।
Επομένως, η εθνική ταυτότητα αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκαν τα έθνη-κράτη, τα οποία είχαν ανάγκη ένα μέτρο κοινής κουλτούρας και ιδεολογίας για την πολικότητα, όπως επίσης και ένα σύνολο κοινών αντιλήψεων, φιλοδοξιών, συναισθημάτων και ιδεών προκειμένου να ενώσουν το πληθυσμό τους στο χώρο που ορίζεται ως πατρίδα (Smith, 1991:11)। Έτσι κατά το πρότυπο των εθνικών κρατών, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπάθησε να δημιουργήσει μια ελληνική εθνική ταυτότητα για όλους τους κατοικούντες εντός των συνόρων του, με βασικά δομικά στοιχεία τη γλώσσα και το θρήσκευμα (Μάργαρη, 2004:97). Οι όποιες λοιπόν αποκλείσεις από τα δομικά αυτά στοιχεία της "ελληνικότητας" κρίνονταν ως προβληματικές και οι εθνοπολιτισμικές διαφορές θεωρούνταν ως διασπαστικά στοιχεία (Μάργαρη, 2004:98; Παπακώστας 2004:77).
Οι αντιλήψεις αυτές επικρατούν μέχρι και σήμερα। Έτσι στην περίπτωση των Πομάκων τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τους "άλλους" είναι δύο: α) η γλώσσα και β) η θρησκεία. Συνεπώς, από τη μία είναι η γλωσσική ετερότητα των Πομάκων που τους διαφοροποιεί από το "πρότυπο του Έλληνα" και τους ταυτίζει με τους Βουλγάρους, -ακόμη όμως και με τους Τούρκους, μια και η Σλαβική γλώσσα σε ορισμένους οικισμούς υποχωρεί έναντι της τουρκικής εξαιτίας της προπαγάνδας των Τούρκων- και από την άλλη, είναι η θρησκευτική τους ετερότητα, η οποία τους ταυτίζει με τη Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και κατ’ ακολουθία με τους Τούρκους. Τα δύο αυτά στοιχεία θέτουν σε αμφισβήτηση την "ελληνικότητα" των Πομάκων, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής της Θράκης, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας, να τους αντιμετωπίζουν άλλες φορές ως Βουλγάρους και άλλες φορές ως Τούρκους.
Τα παραπάνω γεγονότα έχουν ως απόρροια οι Πομάκοι να αντιμετωπίζονται απαξιωτικά και να θεωρούνται πολίτες δεύτερης. Οι Πομάκοι από άλλη μεριά, στο δρόμο της αναζήτησης μιας ταυτότητας ακολουθούν δύο τάσεις: α) από τη μια ταυτίζονται με τους Μειονοτικούς Τούρκους και β) από την άλλη αυτοπροσδιορίζονται ως Πομάκοι ή και ως Έλληνες Πομάκοι। Αν και ανταγωνιστικές οι δύο αυτές τάσεις συγκλίνουν σε ένα βασικό σημείο. Στην επιθυμία των φορέων τους να ενταχθούν ισότιμα στη μία ή στην άλλη πλευρά. Ενδεικτικό της επιθυμίας τους αυτής είναι η εγκατάλειψη της Πομακικής γλώσσας έναντι της Τουρκικής ή ακόμη και της Ελληνικής (Τρουμπέτα, 2001:120, 155). Αξιοσημείωτο είναι βέβαια το γεγονός πως δεν υπάρχει από τη μεριά των Πομάκων καμιά τάση για ταύτιση με τους Βουλγάρους. Κατ’ αυτούς ο γλωσσικός παράγοντας δεν παίζει κανένα ρόλο, παρά μόνο ο θρησκευτικός, ο συνειδησιακός, καθώς και ο παράγοντας της κοινής καταγωγής.
Επομένως, από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως οι ταυτότητες ανάγονται σε οργανωμένες ή άτυπες ομάδες ατόμων, οι οποίες οργανώνονται βάσει των κατηγορημάτων που τα ίδια τα άτομα ορίζουν στον εαυτό τους (αυτοπροσδιορισμός) ή που τους θέτονται από τους άλλους (ετεροπροσδιορισμός) (Κουτσούμπα, 2002:17-18; Γκέφου-Μαδιανού, 2003:44)। Η ταυτότητα λοιπόν, δεν αποτελεί ένα τετελεσμένο γεγονός και ουδέποτε ολοκληρώνεται, παρά βρίσκεται πάντα υπό συνεχή διαμόρφωση και σχηματοποιείται μέσα από τον τρόπο που οι "άλλοι" θωρούν "εμάς" και του τρόπου που "εμείς" βλέπουμε τους εαυτούς μας (Hall, 1996:4; Koutsouba, 1997; Κουτσούμπα, 2000:20).
Συμπερασματικά
Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις… Μια φθινοπωρινή ημέρα στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου στο Μ। Δέρειο, βλέπω ένα μικρό αγόρι να κάθεται μόνο του με ύφος λυπημένο και δάκρυα στα μάτια. Αργότερα με πλησίασε ο Πομάκος δάσκαλος του σχολείου και μου είπε πως ο Τούρκος συνάδελφός του, ο οποίος είχε σταλεί από τη Άγκυρα για τη διδασκαλία των Τουρκικών, είχε βάλει στο παιδί τις φωνές επειδή δε μιλούσε καλά τη Τουρκική γλώσσα. Συνεχίζοντας ο Πομάκος Δάσκαλος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τις προσπάθειες Βουλγάρων, Τούρκων και Ελλήνων να τους κατατάξουν σε κάποιο έθνος. "…Τι είμαστε εμείς και μας τραβούν από δω και από κει;….Από τη στιγμή που ζούμε στην Ελλάδα το ζήτημα για μας είναι λυμένο…Είμαστε Πομάκοι, Έλληνες Πομάκοι".
Πολλές φορές οι Πομάκοι παρατηρούν αδύναμοι τις διακρατικές διαμάχες για τον προσεταιρισμό των κοινοτήτων τους, έχοντας συχνά την αίσθηση ότι γίνονται αντικείμενο και μέσο επιτέλεσης απώτερων πολιτικών στόχων। Οι ίδιοι προτιμούν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες Πομάκοι, που σχετίζονται με τη στρατιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αποφεύγουν να αυτοαποκαλούνται απλά Έλληνες. Ο αυτοπροσδιορισμός βέβαια ως "Πομάκοι" μάλλον δηλώνει μια αντίθεση παρά μια θέση. Με τη λέξη "Πομάκοι" και ειδικότερα με τη φράση "Έλληνες Πομάκοι" επιθυμούν να αντιπαραβληθούν με τους Μειονοτικούς Τούρκους και να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία ως ισότιμοι Έλληνες πολίτες (Τρουμπέτα, 2001:125-128).
Τελικά ποιοι είναι οι Πομάκοι; Είναι Έλληνες, Βούλγαροι ή Τούρκοι; Η ελληνική εθνική ταυτότητα που δημιουργήθηκε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα περιελάμβανε συγκεκριμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά। Όσοι δεν διέθεταν τα πολιτισμικά αυτά χαρακτηριστικά που επέβαλε ως απαραίτητα η εθνική ιδεολογία απορρίπτονταν ως "άλλοι" και αποκλείονταν από τη συμμετοχή τους στο έθνος. Κατά συνέπεια οι Πομάκοι, λόγω της πολιτισμικής του ιδιαιτερότητας και διαφορετικότητας, θεωρήθηκαν από τους "Έλληνες" ως μια προβληματική ομάδα και ως μια ομάδα δυνάμει ταυτόσημη με τα γειτονικά κράτη της Βουλγαρίας και της Τουρκίας (Cowan & Brown, 2000:11; Μάνος, 2004a:59-60; 2004b:402).
Οι Πομάκοι του Έβρου πιστεύουν ότι κατάγονται από το θρακικό φύλο των Αγριανών και για αυτό το λόγο θεωρούν ότι είναι Έλληνες πολίτες. Έχουν αναπτύξει ελληνική συνείδηση, διαμένουν σε κοινότητες της Ελλάδας, αυτοαποκαλούνται ως Έλληνες Πομάκοι και το μόνο που τους διαφοροποιεί από τους συντοπίτες τους Έλληνες είναι η γλώσσα και η θρησκεία. Ποιος μπορεί λοιπόν να τους αναιρέσει αυτό τους το "πιστεύω"; Η ελληνική ταυτότητα άραγε ορίζεται μόνο με βάση τη γλώσσα και τη θρησκεία ενός λαού; Όπως υποστηρίζει και ο Connor, "…τα έθνη και οι εθνότητες δεν ορίζονται με βάση τα απτά και συγκεκριμένα κάθε φορά χαρακτηριστικά τους, αλλά με βάση τον ψυχολογικό δεσμό που συνδέει τα μέλη τους και την πίστη στην κοινή τους καταγωγή…" (Connor, 1994:92).