Κυριακή 17 Απριλίου 2011

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΠΙΣΤΗΜΗ;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι το πείραμα και τα μαθηματικά αποτελούν τα αδιαμφισβήτητα θεμέλια της επιστημονικής γνώσης। Η αντίληψη περί της ανάγκης για εμπειρική θεμελίωση όσων γνωρίζουμε ξεκινά από τον Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρεί ότι η γνώση παράγεται κυρίως από την παρατήρηση. Την εποχή της Αναγέννησης (15ος – 16ος αιώνας), ο άνθρωπος επαναδραστηριοποίησε το ενδιαφέρον που είχε αναπτυχθεί στην κλασσική αρχαιότητα και κορύφωσε τον ενθουσιασμό του για την έρευνα των φαινομένων του φυσικού κόσμου, προωθώντας τον πειραματικό χαρακτήρα της γνώσης και την εμπειρική θεμελίωσή της. Η ανατροπή επήλθε από το κίνημα της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που επέφερε «ολική ρήξη» και ριζική αλλαγή στην αντίληψη της γνώσης και που οδήγησε στην επανάσταση των Νεότερων χρόνων (17ος – 18ος αιώνας).

Το κίνημα της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, συνδέεται άμεσα με τη χρησιμοποίηση των πειραματικών και αποδεικτικών μεθόδων, όχι μόνο στο εμπειρικό αλλά και στο θεωρητικό επίπεδο, λόγος για τον οποίο εντάθηκε η «μαθηματική αναπαράσταση» του φυσικού κόσμου। Σύμφωνα με τον Παπαδημητρίου, (1988:56) "…η πειραματική απόδειξη δε χρησιμοποιείται μόνο για τις ανάγκες της αλλά προσφέρεται και για την ανάπτυξη των βασικών εννοιών της νέας επιστήμης". Η μετατόπιση της επιστήμης προς το εσωτερικό της, δηλαδή τις αρχές, τους νόμους και τους κανόνες που τη διέπουν, συνιστά πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση των θεμελίων της γνώσης. Με τον τρόπο αυτό η Δύση πέρασε "από την κουλτούρα του επιχειρήματος στην κουλτούρα του προφανούς" (Ρουσόπουλος, 1988; Φλουρής & Πασιάς, 2000:493).

Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές ότι οι θετικές επιστήμες και τα μαθηματικά αρχίζουν και βρίσκονται στο επίκεντρο, μετά την επανάσταση του 17ου αιώνα, που είναι και η εποχή γέννησης της μοντέρνας επιστήμης , η οποία κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή σκέψη σχεδόν επί τρεις αιώνες। Την περίοδο αυτή ο άνθρωπος πλέον εδραιώνει τη βαθιά πεποίθηση ότι η λογική του και η ορθολογιστική επιστημονική μέθοδος, είναι εκείνα που θα του αποκαλύψουν τη φύση και τους πολύπλοκους νόμους της. Οι θετικές επιστήμες γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθιση και οι πρώτοι τεχνοκράτες της νέας αυτής εποχής κάνουν την εμφάνισή τους. Ήδη ο Νεύτων είχε δημοσιεύσει τις έρευνές του περί κινήσεως και βαρύτητας, θέτοντας ισχυρά θεμέλια στην κραταιά μορφή αιτιοκρατίας, πράγμα που θα φτάσει στα άκρα μερικές δεκαετίες αργότερα ο Laplace με τον παροιμιώδη του «Δαίμονα» (Laplace, 1812, 1996).

Την περίοδο επομένως της Αναγέννησης, όπως διαπιστώνουμε από τα προλεγόμενα, η γνωσιολογία θεωρούσε τον άνθρωπο "ως το μέτρο για την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου" και οι προσπάθειες επικεντρώνονταν στην ανίχνευση και χρησιμοποίηση της αλήθειας. Αντίθετα, την εποχή του Διαφωτισμού, η ανθρωπότητα ανακάλυψε τη δύναμη της γνώσης μέσα από τον «ορθό λόγο» και τον «εξορθολογισμό» διαμέσου των οποίων βρισκόταν πλέον σε θέση να συντελέσει στην κατανόηση "της δομής του κόσμου", στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, την προβλεψιμότητα και τον "έλεγχο της εξέλιξης της ίδιας της κοινωνίας" (Horkheimer, 1993:443-495). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η παρουσία των επιστημών στους νεότερους χρόνους κατέδειξε ότι οι βασικές μορφές της γνώσης δεν συγκροτούν "αιώνιους ή φυσικούς νόμους, αλλά ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένες μορφές σκέψεις", η κατανόηση των οποίων απαιτεί την εξέταση των ιστορικών συνθηκών γένεσής τους (Παπαδημητρίου, 1988:19).

Ο 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ

Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 20ου αιώνα οπότε κυριαρχεί η ιδέα ότι η επιστήμη βασίζεται στην εμπειρία και στη λογική, καθώς και ότι η γνώση είναι αναγκαίο να υπόκειται σε έλεγχο। Στην παραπάνω λογική στηρίζεται ο λογικός εμπειρισμός ή λογικός θετικισμός, ο οποίος διανύει την περίοδο της απόλυτης κυριαρχίας του την εικοσαετία 1940-1960. Τη βάση των ιδεών του λογικού θετικισμού αποτελεί ο εμπειρισμός των Hume και Locke, σύμφωνα με τον οποίο τίποτε δεν υπάρχει στη νόηση αν πρώτα δεν υπάρξει στις αισθήσεις. Βάση του λογικού εμπειρισμού αποτελεί επίσης και ο θετικισμός των Comte και Stuart Mill, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει άλλη γνώση εκτός από την επιστημονική γνώση.

Ωστόσο, η κύρια αντίληψη των λογικών εμπειριστών, ότι η επιστήμη χτίζεται με λογικές διαπιστώσεις που έχουν ως βάση την εμπειρία, φέρει ορισμένα κενά। Για παράδειγμα, προκειμένου να έχουμε θεωρητικές κατασκευές, εκτός από τα εμπειρικά δεδομένα, έχουμε ανάγκη και από ένα θεωρητικό πλαίσιο. Επιπλέον, είναι αλήθεια ότι πολλές θεωρητικές κατασκευές, όπως λόγου χάρη το σωματίδιο του Higgs, δε συνδέονται πάντοτε με εμπειρικά δεδομένα και ότι ο επαγωγικός συλλογισμός δεν είναι επαρκής ούτε από λογική άποψη. Για παράδειγμα, όλοι παρατηρούμε τον ήλιο να ανατέλλει κάθε πρωί, αυτό όμως δεν μας εγγυάται απόλυτα ότι ο ήλιος θα ανατείλει και αύριο. Ως ακολούθως, οι παρατηρήσεις δεν επαρκούν. Απαιτείται και θεωρία.

Στους περιορισμούς αυτούς του λογικού εμπειρισμού ήρθε να δώσει λύση η κριτική αιτιοκρατία, βασιζόμενη στην αιτιοκρατία των Descartes και Leibniz. Η κριτική αιτιοκρατία υποστηρίζει ότι η γνώση δύναται να διαθέτει πλευρές οι οποίες δεν πηγάζουν από την εμπειρία. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται επιτακτική ανάγκη η αποδοχή της ύπαρξης μιας προϋπάρχουσας πραγματικότητας στο μυαλό μας. Ο όρος «κριτική» σημαίνει ότι οι συνειδητοποιήσεις της πραγματικότητας δεν μπορούν ποτέ να επιβεβαιωθούν, παρά μόνο να ελεγχθούν εμπειρικά. Σπουδαίος εκπρόσωπος της κριτικής αιτιοκρατίας είναι ο Popper, ο οποίος προτείνει μια διαφορετική ανάλυση των επιστημονικών θεωριών. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η επαλήθευση μιας θεωρίας είναι λογικά αδύνατη. Όσες δοκιμασίες (τεστ) κι αν περάσει κάποιος με επιτυχία, υπάρχει πάντα η λογική δυνατότητα να αποτύχει στην επόμενη. Επομένως, σύμφωνα με τον Popper η απαγωγική πορεία είναι προτιμότερη από την επαγωγική και οι θεωρίες δεν επιβεβαιώνονται, παρά μόνο διαψεύδονται. Ως ακολούθως, με τις ιδέες του Popper, φτάνουμε σε ένα σημείο στο οποίο έχουμε τις θεωρητικές κατασκευές να γεννιούνται στο μυαλό των επιστημόνων και να ισχύουν μέχρι να διαψευστούν (Chalmers, 2007). Κατά συνέπεια, ένας καθοριστικός παράγοντας απόρριψης του λογικού θετικισμού είναι ο ανιστορικός του χαρακτήρας. Εξάλλου η ιστορική έρευνα φανερώνει ότι η επιστήμη ούτε τόσο εμπειρική και επαγωγική υπήρξε, ούτε αναπτύχθηκε τόσο ευθύγραμμα. Εξάλλου, ο Γαλιλαίος και ο Νεύτων στηρίχθηκαν σε υποθέσεις που ήταν κάθε άλλο παρά εμπειρικές γενικεύσεις. (Koyré, 1993).

ΤΟ ΝΕΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΡΕΥΜΑ

Η κατάσταση αλλάζει ριζικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Είναι η εποχή δημιουργίας ενός νέου επιστημονικού ρεύματος, που είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα ονόματα του Kuhn και του Feyerabend και το οποίο χαρακτηρίζεται από μια ακραία αντιθετικιστική γραμμή. Ο Kuhn (1981) στο βιβλίο του «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» υποστήριξε ότι η πραγματική επιστήμη χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ιστορικά. Απέρριψε τη δυνατότητα της γραμμικής συσσώρευσης των επιστημονικών γνώσεων και διέκρινε «τομές» και «άλματα», χαρακτηριστικά που δείχνουν φάσεις «ασυνέχειας» που ονομάζονται επιστημονικές επαναστάσεις. Ο Kuhn υποστήριξε ότι η εξέλιξη της επιστήμης δεν γίνεται αθροιστικά αλλά μέσω επιστημονικών επαναστάσεων, οι οποίες προϋποθέτουν αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος. Επιστημονικό παράδειγμα είναι για τον Kuhn ένα πλαίσιο κανόνων, θεωριών και μεθόδων μέσα στην επιστημονική κοινότητα. Όταν μέσα σε ένα επιστημονικό παράδειγμα εμφανίζονται «ανωμαλίες», το πλαίσιο των κανόνων και των μεθόδων αμφισβητείται. Μια νέα θεωρία, ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα, εμφανίζεται για να θεραπεύσει τις «ανωμαλίες» του παλιού παραδείγματος. Τα δύο παραδείγματα είναι ασύμβατα μεταξύ τους και δεν υπάρχει κοινό επιστημονικό πλαίσιο, δεν υπάρχουν δηλαδή κοινοί κανόνες. Αυτός είναι και ο λόγος που τα ονομάζει ασύμμετρα (Γκίβαλος, 2005:272-277). Θα μπορούσε επομένως να ειπωθεί πως ο Kuhn άλλαξε τη φιλοσοφία της επιστήμης, με το να γράψει για τις ασυμβατότητες μεταξύ διαφορετικών σχολών σκέψης τόσο στο χώρο των θετικών όσο και στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Αν ο Kuhn θεωρείται ο αναθεωρητής της φιλοσοφίας της επιστήμης, ο Feyerabend θεωρείται ο «αναρχικός» της। Σε αντίθεση με τον πρώτο, ο τελευταίος θεωρεί ότι η εξέλιξη της γνώσης είναι άναρχη, χωρίς ξεκάθαρες διαδικασίες και πορεία. Ο Feyerabend είναι αυτός που εισήγαγε την έννοια του "επιστημολογικού αναρχισμού", μιας δηλαδή "αναρχικής μεθοδολογίας" και "αναρχικής επιστήμης", επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό τη "ριζική απαξίωση της ορθολογικότητας". Σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια έπαιξε η σχέση του με την τέχνη, την οποία αντιμετωπίζει ως ένα "πεδίο γνώσης ισότιμο με την επιστήμη" και την οποία προσεγγίζει επιστημολογικά επιχειρώντας να αντλήσει επιχειρήματα προκειμένου να υποστηρίξει τις παραπάνω απόψεις. Χρησιμοποιεί την έννοια της ασυμμετρίας των θεωριών, μια μορφή της οποίας είχε παρουσιάσει και ο Kuhn, για να επιχειρηματολογήσει ενάντια στο "θετικιστικό σχήμα της προόδου". Αμφισβητεί τη "δεδομένη θέση της επιστήμης ως ανώτερης" από άλλες μορφές γνώσης και υποστηρίζει την ατομική ελευθερία ως μια "ανθρωπιστική στάση" στη σχέση των ανθρώπων με τη γνώση. Επίσης, για τον Feyerabend η διατήρηση της ελεύθερης επιλογής μεταξύ περισσοτέρων θεωριών και μεταφυσικών απόψεων είναι μια «ανθρωπιστική αντίληψη» και μάλιστα θεωρεί την "καλλιτεχνική ελευθερία" απαραίτητο μέσο για την ανακάλυψη και ίσως την αλλαγή των χαρακτηριστικών του κόσμου (Νικολακόπουλος, 1985; Κάλφας, 1985).

Όπως κατέστη προφανές, o Kuhn και ο Feyerabend διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στη στροφή προς την ιστορία, η οποία αναγνωρίζεται ως αυτόνομος κλάδος (ιστορία των επιστημών) από τη δεκαετία του 1950, οπότε οι επιστημονικές θεωρίες παύουν να είναι «α-χρονικές». Το νέο ρεύμα εισάγει την ιστορία ως βασικό εργαλείο μελέτης της επιστημονικής ορθολογικότητας, αλλά και της ίδιας της Φιλοσοφίας. O Kuhn και ο Feyerabend, καθώς και οι άλλοι εκπρόσωποι του νέου ρεύματος θεωρούν ότι η θετικιστική εικόνα της επιστήμης είναι διαστρεβλωτική, αγνοεί την αληθινή πρακτική των επιστημόνων και τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας και θυσιάζει στο βωμό ενός απλοϊκού εμπειρισμού τον κυριότερο παράγοντα επιστημονικής προόδου: τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του ερευνητή. Σύμφωνα λοιπόν με το νέο ρεύμα, επιστήμη και η ορθολογικότητα δεν αποτελούν ένα θαύμα. Στην πραγματικότητα συγγενεύουν με τα άλλα πολιτιστικά φαινόμενα πολύ πιο στενά από όσο άφηναν να εννοηθεί οι θετικιστές. Έτσι, οι επιστημονικές θεωρίες, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι ιστορικές οντότητες, με γέννηση, ακμή και τέλος, και με συμμετοχή όχι μόνο στην αλήθεια, αλλά και στο λάθος. Η εξέλιξη της επιστήμης δεν είναι μια ομαλή, γραμμική συσσωρευτική διαδικασία, αλλά ένα πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο, με περιόδους συνέχειας και ασυνέχειας, με ριζικές αναθεωρήσεις και βαθιά ρήγματα (Kuhn, 1981).

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι στα τέλη του 18ου αιώνα ο εμπειρισμός αμφισβητήθηκε και το εμπειρικό μοντέλο που ήθελε το μυαλό "καθρέφτη της φύσης" απορρίφθηκε αλλά η ιστορία της επιστήμης συνέχισε να ταυτίζεται με την ανθρώπινη πρόοδο। Έτσι σταδιακά δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 ο τομέας της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης, αλλά και μια άλλη κοινωνιολογική προσέγγιση από τους Latour & Callon, που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης άποψης των ιστορικών για την επιστήμη (Golinski, 1988). Παράλληλα αναπτύχθηκε και ο κονστρουκτιβισμός που χρησιμοποιήθηκε για να συνοψίσει τις κύριες πεποιθήσεις των κοινωνιολόγων της επιστήμης και των ιστορικών. O κονστρουκτιβισμός, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, δεν είναι ένα μοντέλο διδασκαλίας αλλά μια μεταθεωρία για την ανθρώπινη γνώση, ενώ συνιστά μια φιλοσοφική αναζήτηση, η οποία διεξάγεται σε πολλά επίπεδα με κοινό χαρακτηριστικό την «αντι-θετικιστική» και «αντι-ρεαλιστική» θεώρηση της ανθρώπινης γνώσης.

Ουσιαστικά, ο κονστρουκτιβισμός ερμηνεύει το σχηματισμό της γνώσης δίχως να αξιολογεί τη γνώση ως αληθή και έγκυρη। Τη θέση αυτή διατυπώνει ο Bloor, ο οποίος τον ονομάζει νατουραλισμό. Σύμφωνα με το Barnes, ο κονστρουκτιβισμός πρεσβεύει ότι η επιστήμη διαμορφώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις και ότι τα παραδείγματα αλλάζουν όπως αλλάζει και η γενική κουλτούρα που προβάλλεται σε ένα κοινωνικό σύστημα. Η άποψη αυτή προωθείται και από τη σχολή του Εδιμβούργου η οποία υποστήριξε ότι ένα παράδειγμα αλλάζει διότι αλλάζουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και η ισορροπία των δυνάμεων μέσα στην επιστημονική κοινότητα που εφαρμόζεται (Golinski,1988).

Στην εδραίωση της κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας συνέτειναν και διάφοροι ερευνητές όπως ο Pickering, o Pinch, οι οποίοι διεξήγαγαν μελέτες περίπτωσης και εθνογραφικές μελέτες, από τις οποίες προέκυψαν σημαίνοντα ζητήματα για τη θεωρία της επιστήμης. Εξάλλου, ο Fleck είχε υποστηρίξει ότι η παραγωγή γνώσης ακόμη και στις πιο αυστηρές εργαστηριακές συνθήκες έχει κοινωνική ερμηνεία, και ως εκ τούτου είναι αντικείμενο κοινωνιολογικής ανάλυσης, καθώς και ότι η γνώση που παράγεται στο εργαστήριο «ταξιδεύει εκτός των τειχών του» μέσα από τη χρήση της ζωντανής περιγραφής. Επομένως για τον Fleck η μεταφορά της γνώσης που παράγεται στο εργαστήριο αποτελεί προϊόν της κοινωνικής διαδικασίας και διάνοιξη του εύρους της σκέψης σε «συλλογική σκέψη».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εν τέλει, η επιστήμη έχει τη δική της πολύπλοκη ιστορία και αποτελεί μία μεταβλητή έννοια. Από τις απαρχές τους στην αρχαία Ελλάδα και μέχρι περίπου τον 17ο αιώνα τα μαθηματικά αποτελούσαν την κατ’ εξοχήν επιστήμη. Κατόπιν κατ’ εξοχήν επιστήμη έγινε η φυσική. Εντούτοις, από τη δεκαετία του '60 εμφανίζεται ένα νέο ρεύμα, το οποίο εισάγει την ιστορία ως βασικό εργαλείο μελέτης της επιστημονικής ορθολογικότητας. Το τι λοιπόν θεωρείται επιστήμη, ποικίλει ανάλογα με την ιστορική περίοδο στην οποία αναφερόμαστε και με τους συγκεκριμένους σκοπούς που εξυπηρετεί. Το βέβαιο είναι ότι η επιστήμη είναι μία δραστηριότητα που αποσκοπεί στην προαγωγή της γνώσης και παρά τις αναθεωρήσεις και ανατροπές της, σημαντικό είναι, όπως έγραψε ο T. S. Elliot, να γίνουν προσπάθειες να μη χάνεται γνώση από την πληροφορία και σοφία από τη γνώση (Φλουρής & Πασίας, 2000:487).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γκίβαλος, Μ। (2005)। Επιστήμη, γνώση και μέθοδος, Αθήνα: Νήσος। Chalmers, A. F. (2007). Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη;, μτφ Γ. Φουρτούνης, Α. Μπαλτάς (επιμ.), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Golinski, J. (1988). Making natural Knowledge: Constructivism and the history of science, Cambridge: University Press. Horkheimer, M. (1993). Η νεώτερη επίθεση κατά της μεταφυσικής, στο Γ. Κουζέλης, (επιμ.), Επιστημολογία, μτφρ. Χ. Μπάλλα, Αθήνα: Νήσος. Κάλφας, Β. (1985). P. Feyerabend: Από την κριτική των μεθοδολογιών στην κριτική της σύγχρονης επιστήμης, Δευκαλίων, 38, 152-167 Koyré, A. (1993). Περί της επιρροής των φιλοσοφικών αντιλήψεων στην εξέλιξη των επισημονικών θεωριών, στο Γ. Κουζέλης (επιμ.), Επιστημολογία, μτφρ. Χ. Μπάλλα, Αθήνα: Νήσος, 285-304. Kuhn, T. S. (1981). Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, μτφρ. Γ. Γεωργακόπουλου-Κάλφα, Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα Θέματα. Laplace, P. S. (1812). Théorie Analytique des Probabilités, μτφρ. (1996) A Philosophical Essay on Probabilities, UK: Dover Publications. Νικολακόπουλος, Π. (1985). Η μεθοδολογία του κ. Feyerabend, Δευκαλίων, 38, 211-227 Παπαδημητρίου, Ε. (1988). Η ιδεολογική προετοιμασία της εμφάνισης τω επιστημών μετά την αναγέννηση, στο Επιστήμες και κοινωνία, Αθήνα: Gutenberg. Παπαδημητρίου, Ε. (1988). Θεωρία της επιστήμης και ιστορία της φιλοσοφίας, Αθήνα: Gutenberg Ρουσόπουλος, Γ. (1988). Αναλυτική της παράστασης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Φλουρής, Γ. & Πασίας, Γ. (2000). Στο δρόμο προς την «κοινωνία της γνώσης». Ποιο ερώτημα έχει την πιο μεγάλη αξία; Εκείνο της «γνώσης» ή αυτό της «κοινωνίας»;, στο Μπουζάκης, Σ. (επιμ.), Ιστορικο-συγκριτικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Gutenberg. Foucault, (1970). The Order of Things: An Archaeology of the Human Sciences, London: Tavistock.


ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Φυσική Αγωγή & Αθλητισμός» Τομέας Γυμναστικής & Χορού


ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

2 σχόλια: