Τρίτη 17 Μαΐου 2011

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο χορός, από τις παλαιότερες εκδηλώσεις της λαϊκής δημιουργίας, αλλά και από τις πρωταρχικότερες μορφές της καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι φαινόμενο παγκόσμιο και πανάρχαιο। Παρότι λοιπόν συγκαταλέγεται μαζί με το τραγούδι και τις απεικονίσεις ζώων σε τοιχώματα σπηλαίων, στις πρωτογενείς μορφές καλλιτεχνικής δραστηριότητας που ανάγονται στη Λίθινη εποχή, η αποδοχή του ως μορφή τέχνης, αλλά και η ένταξή του ως αυτοτελούς πεδίου έρευνας και μελέτης στις επιστημονικές αναζητήσεις, καθυστέρησε πάρα πολύ (Τυροβολά & Κουτσούμπα, 2006).




Η συστηματική ενασχόληση των ερευνητών με τη θεματική του χορού είναι σχετικά πρόσφατη, ακόμη όμως και αν εντοπίζονται αναφορές για αυτόν σε κλασσικά ανθρωπολογικά κείμενα, από την εποχή των εξελικτιστών και μετά, είναι μερικές και αποσπασματικές। Τουτέστιν πρόκειται για μια καθυστέρηση της ανάπτυξης του αντικειμένου που μπορεί να οφείλεται σε πολλούς και διάφορους λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι ο χορός στο χώρο της δυτικής διανόησης αντιμετωπιζόταν ως μια δραστηριότητα που δεν εμπίπτει στον τομέα της παραγωγικότητας και άρα βρίσκεται στη σφαίρα του πάρεργου και του ελεύθερου χρόνου. Επομένως στερείται βασικών συνιστωσών, που να τον καθιστούν άξιο αντικειμένου μελέτης, αφού βρίσκεται αποσυνδεδεμένος από οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς δραστηριότητας (Παπαπαύλου, 2004).




Ένας δεύτερος λόγος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικός, είναι ότι στον αγγλοσαξωνικό χώρο οι διανοούμενοι ήταν κυρίως άνδρες ενώ ο χορός εντασσόταν σε μια κατηγορία που προσιδίαζε περισσότερο προς το θηλυκό και κατά συνέπεια προτιμούσαν να αποφεύγουν την ενασχόληση μαζί του (Παπαπαύλου, 2004)। Ο σημαντικότερος όμως λόγος της αργοπορίας ενασχόλησης των μελετητών με το αντικείμενο του χορού αναφερόταν στον προφορικό (ο χορός άρχισε να καταγράφεται με την ανακάλυψη του βίντεο) και εφήμερο (το αποτέλεσμα του χορεύειν, δηλαδή το αποτέλεσμα του χορού είναι άυλο. Ο χορός υπάρχει μόνο τη στιγμή που τελείται σε αντίθεση με τις άλλες τέχνες όπου το αποτέλεσμα παραμένει.) χαρακτήρα του, με αποτέλεσμα να θεωρείται μόνο ως τέχνη, εντασσόμενος στο πεδίο των καλών τεχνών και να μην αντιμετωπίζεται ως επιστήμη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες καλές τέχνες οι οποίες υπήρξαν αντικείμενο επιστημονικής μελέτης πολύ νωρίτερα.




Ωστόσο, όλοι οι παραπάνω λόγοι θεωρούνται δευτερογενείς στη σχετική αιτιολόγηση, διότι προέκυψαν ως παρεπόμενο της δυαρχικής προ-πλατωνικής, πλατωνικής, χριστιανικής και καρτεσιανής φιλοσοφικής οπτικής (η καρτεσιανή φιλοσοφική οπτική διαχώριζε το πνευμα και το σώμα (πνεύμα/σώμα), με υποδεέστερο φυσικά το σώμα) και δε λειτούργησαν εξαρχής ως αιτίες। Η περιθωριοποίηση επομένως, του χορού και η αργοπορία της αποδοχής της καλλιτεχνικής και επιστημονικής του υπόστασης θα μπορούσε γενικά να οριοθετηθεί σε σχέση με δύο βασικούς άξονες της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Ο πρώτος, αφορά στη διττή "συν-υπόσταση" της έννοιας του δυϊσμού, ενώ ο δεύτερος, αφορά στα φιλοσοφικά ρεύματα της αισθησιαρχίας, του φαινομεναλισμού, της φαινομενολογίας, του νέο-θετικισμού και του υπαρξισμού (Τυροβολά, 2006).




Ο χορός αρχίζει να αποκτά επιστημονικό ενδιαφέρον και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, στα τέλη του 19ου, και στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ αρχίζει να ερευνάται ενδελεχώς στη δεκαετία του 1960, μετά δηλαδή από την απίσχναση του ιδεολογικού φραγμού μεταξύ τέχνης και επιστήμης και τη στροφή προς στη διακλαδική έρευνα (Κράους, 1980; Kurath, 1960; Lange, 1975, 1980; Ζωγράφου, 1999, 2006). Την εποχή αυτή ο όρος "Χορολογία" αρχίζει να χρησιμοποιείται συχνά στο χώρο του χορού, με τη γενική έννοια της επιστήμης που μελετά το χορό (Kurath, 1960) και όχι με την έννοια της γραφής του χορού, της σημειογραφίας δηλαδή του Benesh (ο Benesh χρησιμοποιεί τον όρο Χορολογία προκειμένου να δηλώσει το σύστημα σημειογραφίας που δημιούργησε), που ήταν γνωστός ως τότε. Ωστόσο διαφορές στην προσέγγισή του είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο διαφορετικών κατευθύνσεων μελέτης του, δύο διαφορετικών "σχολών", οι οποίες φέρουν το όνομα Αμερικάνικη ανθρωπολογική-εθνολογική σχολή και Χορολογική σχολή της Ευρώπης.


2. ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ - ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ "ΣΧΟΛΗ"

Στην Αμερική, όπου κυριαρχεί η εξέλιξη της πολιτισμικής ανθρωπολογίας και της Εθνολογίας, οι ερευνητές του χορού κατευθύνουν το ενδιαφέρον τους σε χορούς μη δυτικών πολιτισμών "πρωτογενών" και "εξωτικών"। Με βάση την επιτόπια έρευνα και τη συμμετοχική παρατήρηση μελετούν τον πολιτισμό μικρών ομάδων που χαρακτηρίζονται από έλλειψη γραφής. Μία από τις σημαντικότερες εκπρόσωπους αυτής της σχολής, η Adrienne Kaeppler (1991:16), αναφέρει ότι "…οι ανθρωπολογικές μελέτες δε σκοπεύουν μόνο να κατανοήσουν το χορό μέσα στο πολιτισμικό του περιβάλλον, αλλά κυρίως στο να κατανοήσουν την κοινωνία μέσα από το χορό…".




Η κατεύθυνση αυτή μελέτης του χορού χαρακτηρίζεται ως Ανθρωπολογική/Εθνολογική, με τη διάκριση των δύο προσδιορισμών να οφείλεται σε διαφορά έμφασης (Κουτσούμπα, 2001)। Σύμφωνα με την Kaeppler οι εθνολόγοι του χορού ερευνούν το χορό στο πολιτισμικό του περιβάλλον, όπως και οι ανθρωπολόγοι, συχνά όμως εστιάζουν στο περιεχόμενο του χορού, όπου η μελέτη του πολιτισμικού περιβάλλοντός του συμβάλει στο να διασαφηνιστεί ο χορός καθ' αυτός. Στις εθνολογικές αυτές μελέτες οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων που παίρνουν μέρος στη διαδικασία του χορού παραμένουν στο παρασκήνιο ενώ ο χορός στο προσκήνιο (Kaeppler, 1991).




Ανατρέχοντας στο παρελθόν, γύρω στα 1870, ο Morgan, εγκολπωμένος το ρεύμα του Κοινωνικού Δαρβινισμού, αναφέρει τρία στάδια εξέλιξης των κοινωνιών και δηλώνει ότι όπως εξελίσσονται τα είδη έτσι ακριβώς εξελίσσονται και οι πολιτισμοί। Αυτή είναι και η εποχή που ξεκινά η ιστορία της επιστήμης της Ανθρωπολογίας, όπου πλέον οι ανεπτυγμένες χώρες, αρχίζουν να βλέπουν τις αποικίες τους, όχι σαν χώρες υποανάπτυκτες, αλλά ως κάτι το διαφορετικό και όχι το κατώτερο. Η πρώτη έκδοση που αφορούσε το χορό και η οποία σχετιζόταν με την ανθρωπολογία, δημοσιεύτηκε το 1933 από τον Curt Sachs και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1937 ως "Παγκόσμια ιστορία του χορού", οπότε και αρχίζει να γνωρίζει ιδιαίτερη κυκλοφορία. Ο Sachs στην "Παγκόσμια ιστορία του χορού", επηρεαζόμενος από το Morgan, στηρίζεται στην εξελικτική θεωρία, η οποία εγείρει πολλές αντιδράσεις. Σύμφωνα με την Kaeppler, το βιβλίο αυτό του Sachs, αναφέρεται στη μελέτη της ιστορίας της ανθρωπολογικής θεωρίας και όχι στην ανθρωπολογική προοπτική της μελέτης του χορού (Kaeppler, 1978).




Η πρώτη αντίδραση έρχεται από τον Franz Boas (1944), ο οποίος θεωρείται από τους ιδρυτές της Ανθρωπολογίας στην Αμερική. Ο Boas επικεντρώθηκε στην πολιτισμική διάχυση, απορρίπτοντας τις παγκόσμιες γλώσσες της τέχνης ή του χορού. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στη συλλογή των δεδομένων και σύμφωνα με τη θεωρία του, ο χορός πρέπει περισσότερο να θωρείται στο πλαίσιο της κοινωνίας της οποίας είναι μέρος, παρά από την άποψη του θεατή, εκτός αν ο δεύτερος επισημαίνει τις διαφορές ανάμεσα σε άλλες κοινωνίες και τη συγκεκριμένη που εξετάζει. Με την επιμονή του να συλλέγει πληροφορίες χωρίς να τις συσχετίζει με πρωτύτερες γενικευμένες θεωρίες και υποθέσεις, έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο χορός είναι περισσότερο κουλτούρα ενός συνόλου παρά παγκόσμια γλώσσα (Kaeppler, 1978). Τουτέστιν ο Boas, αντιμετωπίζει το χορό ως πολιτισμικό χαρακτηριστικό της περιοχής από όπου προέρχεται, αντιπροσωπεύοντας και εκφράζοντας την κουλτούρα στην οποία ανήκει.



Παρά ταύτα, το πρώτο βήμα για την επιστημονική θεμελίωση του χορού γίνεται από την Kurath, η οποία το 1960 δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο "Panorama of dance ethnology", στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Current Anthropology, θέτοντας τις πρώτες μεθοδολογικές βάσεις για τη μελέτη του χορού। Στο άρθρο της αυτό, η Kurath, έχοντας συγκεντρώσει ένα πλούσιο χορευτικό υλικό, υπογραμμίζει την ανάγκη της επιστημονικής αντιμετώπισης του χορού και χρησιμοποιεί τον όρο "Χορολογία" με την έννοια της επιστήμης του χορού που συμπεριλαμβάνει όλα τα είδη χορού και τον όρο "Εθνολογία του χορού" με την έννοια της μεθόδου εκείνης που συλλέγει τα δεδομένα της από το περιβάλλον. Η Kurath καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Εθνολογία του χορού πρέπει να θεωρείται σαν μια προσέγγιση και μέθοδο που εκμαιεύει το ρόλο του χορού για την ανθρώπινη ζωή, γεγονός με το οποίο συμφωνεί και ο Merriam (1972), με άλλα λόγια σαν ένα κλάδο της ανθρωπολογίας (Kurath, 1960). Η Kurath θεωρήθηκε από κάποιους μεταγενέστερούς της (Kaeppler, 1978; Royce, 1974), ότι ενέπνευσε τις επόμενες γενιές των Αμερικανών Εθνολόγων του χορού και για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε ως η "μητέρα της Χορολογίας". Παρά ταύτα δε δημιούργησε κάποια θεωρητική σχολή και αυτό είναι οφθαλμοφανές και από τις αντιδράσεις των εκφραστών των νεότερων τάσεων της Ανθρωπολογίας του χορού, οι οποίοι με κύρια εκπρόσωπο την Adrienne Kaeppler, κρίνουν ατυχή το χαρακτηρισμό αυτό, θεωρώντας ότι η Kurath άσκησε πολύ μικρή επίδραση στο έργο τους, με εξαίρεση την Kealiinohomoku, στην οποία η επίδραση της Kurath και του Boas είναι εμφανής (Kaeppler, 1991).




Η Kealiinohomoku στηριζόμενη στη συμπεριφοριστική θεωρία του Boas, μελέτησε την κινητική συμπεριφορά των Αφρικανών και των Νέγρων των Ηνωμένων Πολιτειών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μεγάλη συσχέτιση ανάμεσα τους και ότι η ανάλυση των χορών αποτελεί ένα σύγχρονο εργαλείο στην ανθρωπολογική έρευνα (Kealiinohomoku, 1976).



Εκτός της Kealiinohomoku, από την Kurath δέχτηκε επιδράσεις και η Royce, η οποία σε άρθρο της το 1972 χρησιμοποιεί τον όρο Χορολογία με αναφορά στις ελληνικές καταβολές του (χορός+λόγος) και εισηγείται έξι βασικές προσεγγίσεις του όρου: ιστορική, συγκριτική, δομική, λειτουργική σημειογραφική και χορολογική. Το 1978 όμως, απαρνείται τον όρο Χορολογία και ενστερνίζεται τον όρο Ανθρωπολογία του χορού (ο όρος Anthropology of dance, εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τίτλος του βιβλίου της Royce το 1977 και το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για πολλά χρόνια ως βασικό εγχειρίδιο στα πανεπιστήμια.), που αποτελεί και τίτλο του βιβλίου της, ενώ ονόμασε "Χορολόγους" τους Ευρωπαίους μελετητές (Royce, 2005). Το βιβλίο αυτό της Royce θεωρείται ως το πιο περιεκτικό σύγγραμμα που υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία και το οποίο συγκεντρώνει την υπάρχουσα γνώση για το χορό, εκθέτοντας παράλληλα και τον προβληματισμό της εποχής (Ζωγράφου, 1999).


3. ΧΟΡΟΛΟΓΙΚΗ "ΣΧΟΛΗ" ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Στην Ευρώπη από την άλλη έχουμε την ίδρυση των εθνών-κρατών, όπου το πρότυπο της κοινής καταγωγής ανάγεται σε καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας αποκτώντας ιδιαίτερη σημασία (Giurchescou & Torp, 1991). Επιπλέον δημιουργείται η αστική τάξη και είναι και η εποχή που αρχίζει η επιρροή του ρομαντικού κινήματος, η τάση δηλαδή φυγής από το παρόν και η επιζήτηση μορφών ζωής στις οποίες διασώζονται απομεινάρια από περασμένα "μεγαλεία", που οδηγούν στη γέννηση και εξάπλωση του λαογραφικού ενδιαφέροντος, του ενδιαφέροντος δηλαδή για τον πολιτισμό της υπαίθρου (Κουτσούμπα, 2001; Μερακλής, 1989, 2001). Εξαιτίας αυτών οι μελετητές του χορού στην Ευρώπη, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τους χώρους της Μουσικολογίας και της Λαογραφίας, στρέφουν το ενδιαφέρον τους στη μελέτη των "ιστορικών" λαών του πολιτισμού τους, επιζητώντας τρόπους που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία της εθνικής συνείδησης μέσα από την αναζήτηση των "αυθεντικών" παραδοσιακών μορφών τους.
Αργότερα ορισμένοι από αυτούς τους ερευνητές και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της γλωσσολογίας (η συνάντηση του χορού με τη γλωσσολογία συντελείται τις πρώτες δεκαετίες του δεύτερου μισού του αιώνα।), αρχίζουν να προσεγγίζουν το χορό ως χορευτικό προϊόν, ως μια μορφή τέχνης δηλαδή, απομονώνοντάς τον από το περιβάλλον του (Giurchescou & Torp, 1991; Kaeppler, 1991). Στόχος τους είναι η ανάλυση της μορφής του χορού και για το λόγο αυτό κατευθύνουν την έρευνά τους στη συλλογή, τη σύγκριση και την ταξινόμηση (Giurchescou & Torp, 1991) προκειμένου να απεικονίσουν όσο το δυνατόν πιο διεξοδικά την "ιδεατή μορφή" (Ζωγράφου, 1999). Η κατεύθυνση αυτή μελέτης του χορού ονομάζεται Χορολογική προσέγγιση και κύριοι εκφραστές της είναι οι Giurchescou, Torp, Martin & Pessovar, καθώς και η ομάδα μελέτης IFMC.




Πιο συγκεκριμένα, οι Martin & Pessovar σε εργασία τους που εκδόθηκε το 1961 με τίτλο "Η δομή του ουγγρικού λαϊκού χορού" (Martin & Pessovar, 1961) επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη μορφή του χορού καθ' αυτού। Δανείζονται όρους και μεθόδους από τη Λογοτεχνική λαογραφία και τη μουσική και δημιουργούν το πρώτο υπόδειγμα δομικής ανάλυσης του χορού.




Λίγα χρόνια αργότερα, η ομάδα μελέτη του IFMC (1974), στηριζόμενη στο έργο των Martin & Pessovar και με στόχο την απαγκίστρωση από τη Μουσικολογία, αναδύει δύο βασικές αρχές που διέπουν τη φύση του χορού: την αρχή της συνδετικότητας ή συνοχής και την αρχή της ομαδοποίησης, προτείνοντας μία μέθοδο ταξινόμησης των χορευτικών μορφών.




Μια δεκαετία περίπου αργότερα, η Giurchescou, με αναφορά στη φόρμα και με κριτήριο την αυτοσχεδιαστική τάση σε σχέση με τις συμβάσεις του περιβάλλοντος διακρίνει τις χορευτικές φόρμες σε αυτές με αυστηρή σύμβαση (μηδέν βαθμός αυτοσχεδιασμού, α΄ βαθμού αυτοσχεδιασμό, β΄ βαθμού αυτοσχεδιασμό σε χορούς δύο ατόμων και γ΄ βαθμού αυτοσχεδιασμό σε χορούς δύο ατόμων ή "ατομικούς" χορού. Σύμφωνα με την ίδια, το πλαίσιο των αυτοσχέδιων επιλογών ορίζεται από τους εξής παράγοντες: (1) την κατηγορία ή την τοπική κατηγορία του χορού, (2) την ομαδοποίηση των χορευτών, τον τρόπο σύνδεσής τους, το χώρο, τη σχηματική εξέλιξη στο χώρο, (3) τη δομή των βασικών ενοτήτων του χορού και των σχέσεών τους με τη μουσική και (4) του είδους των σχέσεων μεταξύ των δομικών ενοτήτων (Giurchescou, 1983).




Στο ίδιο δρόμο κινείται και η Torp (1990), η οποία εξετάζει ένα δείγμα περίπου 200 αλυσιδωτών χορών της Ευρώπης με αναφορά στο σημασιοσυντακτικό επίπεδο και απουσία του περιβάλλοντος. Από την ανάλυση των χορών, σύμφωνα με την Torp, προκύπτουν δύο βασικά κινητικά χνάρια, ένα προωθητικό (A) και, ένα στατικό (B), στα οποία μέσα από συνθέσεις και αποκλείσεις, στηρίζεται ένα μεγάλο δείγμα των αλυσιδωτών χορών της Ευρώπης. Από αυτά τα βασικά χνάρια, σύμφωνα με την Torp, προκύπτουν και τα άλλα πέντε (C, D, E, F, G, H) με βάση τους παραγωγικούς κανόνες (1) της αύξησης, (2) της έκτασης, (3) της τροποποίησης, (4) της επαναφοράς και (5) της ανάσχεσης ή της οπισθοχώρησης. Οι κανόνες αυτοί διαμορφώνουν προσέτι και τις υποκατηγορίες των κύριων κατηγοριών που είναι (α) τα αυξητικά χνάρια (διπλασιασμός χρονικής αξίας), (β) τα εκτεινόμενα χνάρια (έκταση χώρου: από δ+α σε δ+α+δ), (γ) τα τροποποιημένα χνάρια (π.χ. αντικατάσταση άρσης με στήριξη), (δ) τα χνάρια επαναφοράς ή αναστροφής (αντιθετική κίνηση δεξιά-αριστερά) και (ε) τα χνάρια οπισθοχώρησης ή ανάσχεσης (κίνηση μέσα-έξω προς το κέντρο του κύκλου και πίσω).


4. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ "ΣΧΟΛΩΝ"

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η Ανθρωπολογική προσέγγιση επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη σχέση του χορού με το περιβάλλον, μελετώντας το χορό στη συγχρονία। Ο στόχος της επικεντρώνεται στο "…τι μπορεί να μας πει ο χορός για την κοινωνία και τις κοινωνικές δομές που έχουν διαμορφώσει τα ποικίλα χορευτικά συστήματα…" (Kaeppler, 1978). Οι Ανθρωπολόγοι δηλαδή ξεκινούν από το περιβάλλον για να φτάσουν στο προϊόν, χωρίς ωστόσο η αναφορά στο προϊόν να είναι πάντοτε απαραίτητη (Ζωγράφου, 1999).




Από την άλλη οι Εθνολόγοι ξεκινούν από το προϊόν, από το χορό δηλαδή, καθ' αυτόν για να φτάσουν στο περιβάλλο. Ωστόσο συγκλίνουν και αλληλοκαλύπτονται με τους Ανθρωπολόγους εφόσον μελετούν το χορό στο πολιτισμικό του περιβάλλον και αποκλίνουν από τους Χορολόγους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν το χορό ως προϊόν καθ' αυτό, αποκομμένου από το περιβάλλον του, δίνοντας έμφαση στη σχέση του με τη μουσική και τα άλλα συστατικά του στοιχεία. Εντούτοις συγκλίνουν και με τους τελευταίους διότι βλέπουν το χορό καθ' αυτόν σε πρώτο πλάνο και την κοινωνική δομή σε δεύτερο (Ζωγράφου, 2006).




Τα τελευταία χρόνια οι δύο αυτές προσεγγίσεις, οι δύο σχολές, τείνουν να ενοποιηθούν. Η αρχή έγινε με την Kaeppler (1991), εκπρόσωπο της Αμερικάνικης σχολής, και την Giurchescou (1973), εκπρόσωπο της σχολής της Ευρώπης, οι οποίες με τις μελέτες τους έδωσαν να γίνει κατανοητό ότι ενδεχομένως η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τάσεων να έγκειται σε ζητήματα έμφασης είτε στη μορφή είτε στη λειτουργία, παρά αποκλειστικής διερεύνησης του ενός ή του άλλου (Κουτσούμπα, 2001).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου